YOUR CART
- No products in the cart.
Subtotal:
0.00€
BEST SELLING PRODUCTS
14.00€
… Καλώ τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες να αποφύγουν να δουν τα κείμενα αυτά ως αυτόκλειστα δοκίμια που ενθηκεύουν το μυστήριο του Χριστού εντός ενός θεωρητικού νάρθηκα ιδεών και συλλογισμών. Προσφορότερη είναι η προσέγγισή τους ως «ανοικτών ερμηνευμάτων» που, κι όταν ακόμα παρουσιάζονται υπερβαλλόντως θωρακισμένα από την ακαδημαϊκή σκευή παραπομπών και λεπτοφυών αναλύσεων, δεν παύουν να λειτουργούν ως ένα «κάλεσμα για πάλαισμα», μια διαρκής υπόμνηση της άρρηκτης συνύφανσης «αλήθειας» και «αγαθού», «θεωρίας» και «πράξης», «πίστης» και «ζωής». Υπό αυτή την έννοια η «ερμηνευτική ανοικτότητα» λειτουργεί με τον τρόπο που θα όριζε ο Πωλ Ρικέρ, όταν μιλούσε για την Αγία Γραφή ως ένα «ανοικτό βιβλίο», μια κειμενική πρόταση που ζητά και προκαλεί ανταπόκριση…
Πριν ο ευρωπαϊκός ανθρωπισμός πέσει στη φάση της παρακμής και της αποσύνθεσης, όλη η σχετική με την υπέρτατη αξία του ανθρώπου διδασκαλία του, την αξία κάθε προσωπικότητας και των απεριόριστων δικαιωμάτων της, είχε χριστιανική προέλευση. Ο Χριστιανισμός μόχθησε πάνω από την ανθρώπινη ψυχή και άλλαξε, μεταμόρφωσε την άγρια, ημιζωώδη και βάρβαρη φύση του ανθρώπινου όντος, παρότι στη συνέχεια αυτό έμελλε να τον προδώσει, και να χάσει την πίστη του. Χωρίς αυτή την εσωτερική μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης, που έγινε με τη βοήθεια του Χριστιανισμού, δε θα είχε ποτέ καταργηθεί η δουλεία και δε θα είχε ποτέ διακηρυχτεί η ισότητα των ανθρώπων, που, πριν απ’ όλα, είναι ισότητα μπροστά στον Θεό. Δε θα είχε ποτέ κατακτηθεί η ελευθερία της ανθρώπινης συνείδησης, η αυτονομία της σε σχέση με το κράτος.
Οι ραγδαίες πολιτικές, γεωπολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις σε παγκόσμια κλίμακα, επαναφέρουν στο προσκήνιο τη συζήτηση για το ρόλο του θρησκευτικού και πολιτιστικού παράγοντα στις διεθνείς σχέσεις και εξελίξεις. Ειδικά σήμερα, σε μια Ευρώπη που υφίσταται παντοειδείς πιέσεις, με τις διαρκώς αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές να κλυδωνίζουν το Ευρωενωσιακό οικοδόμημα, ενώ την ίδια στιγμή τα περιστατικά βίαιων επιθέσεων σε στόχους με θρησκευτικό περιεχόμενο, λαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις. «Η σύγκρουση των πολιτισμών», αποτελεί εκτενή ανάπτυξη της εν λόγω θεωρίας του Huntington σε βιβλίο και γλαφυρότατη κατάδειξη της έλλειψης ισορροπίας δυνάμεων στην παγκόσμια πολιτική και διπλωματική σκακιέρα, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Οι αντιομολογιακοί θεολόγοι, αυτοί που στη μελέτη ονομάζονται ορθοδοξίτες, χρησιμοποιούν καταχρηστικά τη χριστιανική διδασκαλία μόνο για να μιλήσουν περί αγάπης προς τον “άλλο”, ειδωλοποιώντας, ωστόσο, την “αγάπη” μέσα στα κλειστά ανθρώπινα -οπωσδήποτε ανταλλακτικά της ψευδαγάπης- όρια. Τοιουτοτρόπως, δια της κενολόγου αγαποδοξίας τους, αντιστρατεύονται την οντολογία της ορθόδοξης πνευματικότητας που οικοδομείται πάνω στην πίστη της ταυτότητας του Χριστού με τον Θεό Λόγο και στην παραδοχή της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου.
Ο κομμουνισμός, αν τον μελετήσουμε σε βάθος, στο φως του πεπρωμένου της Ρωσίας, είναι μια παραμόρφωση της ρωσικής ιδέας, του ρωσικού μεσσιανισμού και οικουμενισμού, της ρωσικής αναζήτησης του βασιλείου της δικαιοσύνης: είναι πάντοτε οι ίδιες ρωσικές ιδέες, αλλά κατανοημένες στην ατμόσφαιρα του πολέμου και της πιο τρομερής αποσύνθεσης. Ο ρωσικός κομμουνισμός συνδέεται, πιο στενά απ’ ό,τι συνήθως νομίζουμε, με το σύνολο των παραδόσεων της Ρωσίας.
Η συνεχής έγνοια του αββά Ισαάκ γύρω από το θέμα της γέεννας και της τιμωρίας, αντικατοπτρίζει τη σκέψη του και τη διερεύνησή του για την αγάπη του Θεού. Ο λόγος του Ιωάννη του Θεολόγου, ο Θεός αγάπη εστί, αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία θεμελιώνεται ολόκληρη η θεολογία και η εσχατολογία του. Ο αββάς Ισαάκ διερευνά την αγάπη, και βρίσκει πως η αγάπη αυτή δεν ταιριάζει με την εκδίκηση και την εχθρότητα. Ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να τον ρίξει στην κόλαση επειδή δεν ακολούθησε το θείο σχέδιο. Ο Θεός γνώριζε και τη φαυλότητα και την αδυναμία του ανθρώπου, και ωστόσο τον δημιούργησε. Άλλος λοιπόν ήταν ο λόγος. Η επέμβαση του Θεού δια του Υιού στην ιστορία του κόσμου έχει σκοπό να κατευθύνει τον άνθρωπο προς τη Βασιλεία των ουρανών, αποσπώντας τον από το κράτος της βίας και του θανάτου, μέσα από μία επιλογή ελευθερίας. Εκεί, και μόνον εκεί, μπορεί να επιβεβαιωθεί η ελευθερία μας.
Όντας η νεοπατερική σύνθεση στο έργο του μία συμβολή που δεν εξαντλεί την ερμηνευτική της προοπτική στην προβολή του πατερικού γράμματος, αλλά εκφράζει το αγιοπατερικό φρόνημα ως το διαχρονικό πρότυπο εκκλησιαστικής βιωτής και θεολογίας, η μελέτη των συγγραφών του έχει πράγματι ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ως εκ τούτου, μέσα από το έργο του π. Γ. Φλωρόφσκυ ο αναγνώστης εμπλουτίζεται με ένα βαθύ θεολογικό πνεύμα και μία γραφή που γνωρίζει να διαλέγεται πραγματικά.
Το πρόβλημα είτε στην περίοδο του π. Γεωργίου είτε σήμερα ισχύει, όπως ισχύει και η απάντησή του προκαλώντας μας να την ξαναδούμε μέσα από την προοπτική των προφητικών λόγων του:
“Έτσι σήμερα αντιμετωπίζουμε πάλι το ίδιο πρόβλημα: Τι μπορούμε να προσφέρουμε αντί της Αγίας Γραφής; Θα προτιμούσα τη γλώσσα της παράδοσης, όχι λόγω οκνηρίας και εύπιστης “συντηρητικότητας” ή τυφλής “υπακοής” σε κάποιες εξωτερικές “αυθεντίες”, αλλά απλώς διότι δεν μπορώ να βρω καλύτερη φρασεολογία. Είμαι προετοιμασμένος να εκτεθώ σε αναπόφευκτη κατηγορία περί “απαρχαιωμένου” και “φονταμενταλιστή”. Θα διαμαρτυρόμουν λέγοντας ότι μία τέτοιου είδους κατηγορία είναι αδικαιολόγητη και εσφαλμένη. Βεβαίως δέχομαι και υποστηρίζω τα “δόγματα της πίστεως” ενσυνείδητα και ολόψυχα, διότι αντιλαμβάνομαι διά της πίστεως την αιώνια ορθότητα και επικαιρότητά τους σε όλες τις εποχές και σε όλες τις καταστάσεις, συμπεριλαμβανόμενης και της “σημερινής”. Πιστεύω ακριβώς ότι τα “δόγματα της πίστεως” μπορούν να βοηθήσουν μία απελπισμένη γενιά σαν τη δική μας να ανακτήσει χριστιανικό θάρρος και όραμα.”
Η Αποκάλυψη είναι το τελευταίο προφητικό βιβλίο, επιστέγασμα της Καινής Διαθήκης και της Βίβλου ολόκληρης, που αποκαλύπτει τι σημαίνει η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό και τη Βασιλεία του. Μετά την απόρριψη του Χριστού και της διδασκαλίας του από την ανθρωπότητα, οι αποκαλυπτικές προρρήσεις που διατυπώνονται ήδη στα ευαγγέλια, αρχίζουν να ισχύουν. Η απουσία της αγάπης στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και στη στάση τους απέναντι στην πλάση, δεν μπορεί να καλυφθεί και να εξορκιστεί από τις διάφορες «φιλανθρωπίες» και συγκαταβάσεις των ισχυρών. Ο κόσμος κυλά πάνω στις σιδερένιες ράγες πού ο ίδιος χάραξε, και τούτο δεν μπορεί τίποτε να το αλλάξει.
Η περί αναστάσεως και αιώνιας ζωής πίστη και ελπίδα έχει ως βάση της όχι ένα φιλοσοφικό σύστημα περί αθανασίας, αλλά ένα ιστορικό γεγονός. Αν δεν υπήρχε η ανάσταση, δεν θα υπήρχαν ούτε η Καινή Διαθήκη ούτε η Βασιλεία των ουρανών ούτε η άκτιστη εκκλησία των αγίων, η οποία δεν υπόκειται στους νόμους του κόσμου τούτου αλλά είναι γέννημα του Χριστού και της εν Χριστώ ζωής. Οι απόστολοι διηγούνται αυτή ακριβώς την ιστορία της ανάστασης με τέτοια σοβαρότητα και ειλικρίνεια που αναρίθμητοι άνθρωποι την πίστεψαν, και την πίστεψαν άχρι θανάτου.