Ισίδωρος Παπαδάμου
Ο αφανής ανήσυχος εν ησυχία
Ο λαïκομπαρμπαδισμός είναι μια θέση, ένας τρόπος ζωής που οδηγεί τον άνθρωπο στο να αποδεχθεί την φυσικότητά του. Σ’ αυτόν καταλήγει κανείς καθοδηγούμενος από το ένστικτο ή επειδή αντιλήφθηκε τους ορίζοντες που του ανοίγει αυτό το ρεύμα.
Ο λαïκομπαρμπαδιστής αποφεύγει να ισχυρισθεί κύρια στοιχεία της ταυτότητάς του. Δεν ισχυρίζεται πως είναι κάτι, γιατί, αν το δηλώσει, ξέρει πως το έχει ήδη χάσει. Δεν περνάει κρίση ταυτότητας. Ξέρει τι είναι, δεν θέλει όμως να το επικαλεσθεί, γιατί θα αποτελούσε μια μορφή εξουσιαστικής κίνησης που κρύβει μέσα της μεγάλη ψυχική και πνευματική αβεβαιότητα. Είναι ένας συνηθισμένος ανθρώπινος τύπος που δεν υπόσχεται, όμως καμιά φορά εκπλήσσει. Αποφεύγει την προβολή, τον θαυμασμό, τη δόξα και την καθιέρωση. Αποστρέφεται κάθε μορφή εξουσίας και επιδιώκει το ουσιώδες. Προσπαθεί να είναι απλός και του αρέσει να παρατηρεί αθέατος. Ταυτόχρονα αποφεύγει τους ενοχλητικούς που κάνουν θόρυβο γύρω του.
Αντιμετωπίζει με κατανόηση και τρυφερότητα εκείνους που αισθάνονται ότι τους εκθέτουν τα λαïκομπαρμπαδικά στοιχεία του εαυτού τους και προσπαθούν να τα σενιάρουν ή να τα κρύψουν έτσι ώστε να παραμείνουν αθέατα.
Υποπτεύεται τους φιλόδοξους, γιατί συνήθως τους λείπει η δύναμη και η ικανότητα να διαχειριστούν την εξουσία που θα αποκτήσουν. Μολονότι οι πρόγονοί μας τιμούσαν την φιλοδοξία, οι λαïκομπαρμπαδιστές την καταδικάζουν και την στηλιτεύουν. Πιστεύουν ότι σε μεγάλο μέρος της συμπορεύεται με την μωρία. Φοβούνται πως, αν πετύχουν οι φιλόδοξοι, ο κόσμος θα γεμίσει κενότητα και θα παραπαίει. Ούτε οι σοφοί θεωρούνται κατάλληλοι να εξουσιάσουν, όπως το ήθελε ο Πλάτωνας στο ουτοπιστικό του όνειρο. Γιατί η εξουσία διαθέτει το στοιχείο του αδίστακτου και του ωμού μπροστά στα οποία στέκεται αμήχανος και αδύναμος ένας φιλόσοφος.
Ο λαïκομπαρμπαδιστής έρχεται αντιμέτωπος και με τα δικαιώματα που τα θεωρεί ψευτοπαραχωρήσεις σε ακατάλληλη στιγμή, που μόνο κακό θα προκαλέσουν. Αυτή είναι η μαγική λέξη, που γοητεύει όλα τα κόμματα εξουσίας, που την υπόσχονται σωρηδόν και δεν υποπτεύονται το αποτέλεσμα του χάους που θα προκύψει. Βλέπει πως το δικαίωμα δεν αποτελεί στύλο της δημοκρατίας, αντίθετα προκαλεί εκφυλισμό κάθε πολιτικού συστήματος. Αποθρασύνουν εκείνους που τα αποκτούν χωρίς μόχθο, και αποσαθρώνουν τους θεσμούς που γίνονται θύματα ενός φθηνού λαϊκισμού. Αντιλαμβάνεται πως όλοι στηλιτεύουν τον λαïκισμό, στην πράξη όμως τον οικειοποιούνται, γιατί ξέρουν πως οι περισσότεροι άνθρωποι στο βίο τους καταλήγουν αγοραίοι και μαζικοί. Παραμένουν αγκιστρωμένοι στο ευχάριστο ψεύδος που τους καταβροχθίζει. Διευκρινίζεται πως ο μύστης αυτού του ρεύματος δεν απορρίπτει όλα τα δικαιώματα. Συμφωνεί με αυτά που είναι προïόν δικαίου και μόχθου. Όχι απαίτησης! Γιατί η απαίτηση ταυτίζεται με το θράσος και την αθλιότητα και καταλήγει στο τέλος ποταπή. Έτσι δεν μπορεί να γλυκάνει καθόλου την ανθρώπινη ψυχή που τόσο λαθεμένα επένδυσε σ’ αυτήν.
Ο λαïκομπαρμπαδιστής δεν πετάει στα σύννεφα, δεν υποδύεται τον τρελό καλλιτέχνη που όλα του τα συγχωρούν και δέχονται τις αυθαιρεσίες και τα μεγαλοπιάσματά του. Και ως διανοούμενος και ως καλλιτέχνης συχνά προσγειώνεται στην πραγματικότητα. Ανοίγει τις θύρες που θα τον φέρουν σε επαφή με τον απτό κόσμο του καθημερινού βίου. Μετά τις απασχολήσεις του επιστρέφει στο σήμερα, για να λειτουργήσει σαν κανονικός άνθρωπος. Μπορεί να είναι και καλός οικογενειάρχης, όταν επιστρατεύει τον πρακτικό γήινο εαυτό του. Έχει τις δικές του απόψεις, το δικό του σχέδιο για την οικογένεια, τη σύντροφο και τα παιδιά του.
H ανατροφή των παιδιών απασχολεί σοβαρά τον λαïκομπαρμπαδιστή. Ανησυχεί όταν τα βλέπει να πέφτουν θύματα κολακείας και αδικαιολόγητου εξευμενισμού από τους μεγαλύτερους και ιδιαίτερα τους πολιτικούς. Εκείνοι βιάζονται να τους αποδώσουν κάποια ωριμότητα με απώτερο στόχο να τους ισοπεδώσουν και να τους χειριστούν. Δέχεται την ανατροφή σαν μία μεταβατική περίοδο όπου το παιδί εξελίσσεται ως προσωπικότητα. Αυτός ο αγώνας προς τη διαμόρφωση ενός ανώτερου ήθους δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ο νέος πρέπει να αφήνεται απερίσπαστος στον τωρινό του στόχο. Εδώ κυριαρχεί η προσπάθεια και η αυστηρότητα, γιατί έτσι μόνο μπορούν τα παιδιά να καρπωθούν τα αγαθά της παιδείας και της ευρύτερης πνευματικής εξέλιξης. Πρέπει να αμείβονται με μέτρο, μέσα από το οποίο θα φανεί πως η ζωή είναι ένας ευσεβής αγώνας. Να μη μεγαλώνουν με συνθήματα υπέρ ή κατά της εξουσίας. Να αδιαφορούν για εκείνους που έρχονται να τους παρασύρουν στη δίνη τους.
Ο λαïκομπαρμπαδιστής δεν είναι απόμακρος, μολονότι κινείται συνήθως μονάχος. Η αγάπη του για τη μοναξιά δεν τον καθιστά απλησίαστο ούτε επηρμένο. Η μοναξιά του εξασφαλίζει τους όρους, για να κινηθεί ελεύθερα. Την επιδιώκει, μολονότι οι άλλοι την αποφεύγουν. Δέχεται να εισχωρήσει μέσα της και να συμπορευθεί μαζί της. Δεν φοβάται να μείνει μόνος με τον εαυτό του, κάτι που τρέμουν οι μαζικοί άνθρωποι. Βιώνει τη μοναξιά όντας ανάμεσα στους άλλους. Αυτή μόνο του δίνει τη δυνατότητα να συνομιλήσει με εκείνα που έχει κατακτήσει. Μέσα στους κόλπους της μπορεί να εργασθεί, να παρατηρήσει, να εκφρασθεί. Μόνο εκεί μπορεί να αφουγκρασθεί τον εαυτό του, να καθαρίσει τη ματιά του. Η μοναξιά είναι μια αυλαία που τραβάς και αλλάζει το σκηνικό της ζωής σου. Μπορεί να την αποσύρει, να την απομακρύνει αλλά και να την επαναφέρει, όταν χρειασθεί. Η μοναχικότης αυτή συνοδεύεται και από την κρυπτότητα. Και τα δύο αποτελούν ζεύγος, το ζεύγος που εξασφαλίζει την ησυχία, όρο απαραίτητο, για να ακμάσει το λαïκομπαρμπαδίστικο εγχείρημα. Μέσα από την απόσυρσή του αυτή αγαπάει τους ανθρώπους και τους φίλους όμως πρέπει που και που να καταφεύγει εσώτερα, για να παρατηρήσει της κινήσεις της ζωής και του κόσμου.
Μολονότι είναι αυστηρός με τον εαυτό του, δείχνει κατανόηση και έχει την τάση να συγχωρεί. Προσπαθεί να καταλάβει το δίκιο του αλλουνού. Αποφεύγει να γίνεται πρότυπο, δεν θέλει να τον μιμηθούν. Δεν είναι σίγουρος για το αλάνθαστο του δρόμου που διανύει. Ξέρει πως ο δρόμος αυτός της απόσυρσης με σκοπό την αφιέρωση στο ουσιώδες, ενέχει στοιχεία μιας κοσμικής αγιότητας που δεν μπορούν πολλοί να ακολουθήσουν.
Και ενώ πάει κάπου να το παρακάνει με τις ερημιτικές του κινήσεις, επιστρέφει κατά καιρούς στα γνώριμα λαïκά στοιχεία του εαυτού του. Αναμιγνύεται πάλι με τους άλλους, συμμετέχει, συμπάσχει, χαίρεται, αστειεύεται και γελάει σαν λαïκός άνθρωπος σαν μπάρμπας. Δέχεται την παρεμβολή του αστείου, της ευθυμίας που τα θεωρεί πολύ σημαντικά για τη ζωή. Το στοιχείο του λαïκού ταυτίζεται με το φυσικό και το αυθόρμητο και το εντοπιώδες και αφορά όλους τους πολιτισμούς. Είναι η αποδοχή αυτού που είσαι, το οποίο δεν θέλεις να υπερβείς, θέλεις όμως να το εξελίξεις. Μέσα στο λαïκό ύφος, που είναι κατάκτηση, εμπεριέχεται πολιτισμός αιώνων.
Στόχος του λαïκομπαρμπαδιστή είναι να φθάσει κάποτε σε κατάσταση «μπαρμπίτο». Το μπαρμπίτο είναι ένας άγραφος κώδικας κινήσεων και συμπεριφορών μέσω του οποίου θα φθάσει σε μια κορύφωση ένας μύστης. Περιέχει τον τρόπο που εμφανίζεται, που συμπεριφέρεται, που σκέφτεται, που πράττει. Το κύριο χαρακτηριστικό του μπαρμπίτο είναι το στοιχείο του αυθόρμητου και ταυτόχρονα κατασταλαγμένου ρυθμού ένζωης συμπεριφοράς. Όντας σ’ αυτήν την κατάσταση, αντιλαμβάνεται αυτό που έχει κατακτήσει χωρίς να το επικαλείται. Βιώνει την υψηλότερη μορφή κατάκτησης του λαïκομπαρμπαδισμού. Έχει πετύχει την πλήρη άρνηση της ματαιότητας. Από τη θέση αυτή ερμηνεύει την ανθρώπινη μικρότητα και προσπαθεί να την αντιμετωπίσει, ακόμα και να την υπερβεί. Το μπαρμπίτο είναι αρκετά ριψοκίνδυνο, γιατί αφήνεσαι να λειτουργήσεις τελείως ελεύθερα. Απαιτεί γενναιότητα το να το ασπασθείς, μια και είσαι από παντού εκτεθειμένος στην πεζή αντιμετώπιση των άλλων. Είναι μια πτήση πάνω από κάθε τι κοινό και τετριμμένο που σου δίνει χαρά και βαθιά ικανοποίηση.
Το επίρρημα μπαρμπίτο αναφέρεται και στην εμφάνιση. Ο λαïκομπαρμπαδιστής δεν φροντίζει ιδιαίτερα την εμφάνισή του χωρίς να την αμελεί. Δεν ενδιαφέρεται να γοητεύσει, να προσελκύσει, να γίνει ελκυστικός. Στο θέμα αυτό προσπαθεί να παραμείνει αδιαβάθμητος. Φροντίζει να είναι κόσμιος. Πιο πολύ ενδιαφέρεται για την κατάσταση της ψυχής και του πνεύματός του. Η εμφάνιση μπαρμπίτο εμπεριέχει στοιχεία ήθους. Η συμπεριφορά μπαρμπίτο δεν είναι αντιερωτική. Ο λαïκομπαρμπαδιστής σέβεται τον έρωτα που αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη, θέλει όμως να τον κρατήσει στο ύψος που του αρμόζει, για να λειτουργήσει σωστά. Ο λαïκομπαρμπαδισμός δεν είναι ανδροκρατούμενος. Σέβεται τη γυναίκα και την υποστηρίζει θεωρώντας την ισότιμη συνοδοιπόρο όμως αποφεύγει την επιτηδευμένη θηλυκότητα που κρύβει μέσα της τεράστιο κενό. Αγαπά και κατανοεί τις γυναίκες. Αναζητεί σ’ αυτές τα σπαράγματα ενός μύθου, του γυναικείου μύθου του παρελθόντος. Βλέπει πως αυτές χωρίς το μύθο τους παραμένουν μετέωρες μέχρι του σημείου της ανδροπρέπειας και της αποκρουστικότητας. Προτρέπει τις γυναίκες να επιστρέψουν στη χάρη και την αρετή που τις κοσμούσαν ανά τους αιώνες.
Ο λαïκομπαρμπαδιστής δέχεται την πρόοδο και την συντήρηση ταυτόχρονα. Πιστεύει πως το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Συνυπάρχουν αναγκαστικά. Βλέπει πως πρόοδος και συντήρηση ξεπέφτουν, όταν καταντήσουν εργαλεία τον πολιτικών. Η συντήρηση καλύπτει τη σοφία από το παρελθόν. Η πρόοδος την ανάγκη για άλματα προς το μέλλον. Και τα δύο ακολουθούν τον ίδιο δρόμο. Νοιάζεται για τις ουσιώδεις κοσμικές αρχές, όπως είναι η αλήθεια, η ελευθερία και το κάλλος. Είναι υπηρέτης αυτών των εννοιών και ταπεινός ακόλουθός τους. Δέχεται να συγκρουσθεί και να πολεμήσει υπέρ αυτών.
Δεν είναι αδιάφορος σε θέματα θρησκείας. Μπορεί να είναι ένθεος αλλά όχι απαραίτητα πιστός. Δέχεται να ακολουθήσει τα καλά που προκύπτουν από την καθιερωμένη θρησκεία του τόπου του. Τον προβληματίζουν καμιά φορά οι θρησκευτικοί τύποι, καταλαβαίνει όμως πως είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία ενός τελετουργικού. Κατανοεί την ανάγκη του ανθρώπου να καταφύγει σε μια πίστη αφιερωμένος απόλυτα σ’ αυτήν. Μέσα στους κόλπους του, μπορούν να συνυπάρξουν άνθρωποι κάθε προέλευσης που συνειδητά ή ασυνείδητα ακολουθούν τις αρχές του. Δεν είναι μια θρησκεία πάνω από τις άλλες θρησκείες. Είναι στάση ζωής. Λειτουργεί σαν κρίκος που συνδέει όλους τους ανθρώπους. Δεν μπορεί να λειτουργήσει ως θρησκεία ούτε το επιδιώκει, γι’ αυτό άλλωστε δεν διαθέτει ιερατείο ούτε ακολουθεί ανάλογο τυπικό.
Ο ενσυνείδητος λαïκομπαρμπαδιστής δεν ασχολείται σοβαρά με την πολιτική. Τη θεωρεί φθοροποιά ενασχόληση και αναγκαίο κακό. Σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής κάποιοι άνθρωποι πρέπει να διαχειρίζονται τους υπόλοιπους άλλους. Μπορεί να συμφιλιωθεί μόνο με την ιδέα της πολιτικής που δεν επιδιώκει να δυναμώσει και στη συνέχεια να κυβερνήσει αυθαίρετα. Δέχεται μόνον εκείνον τον πολιτικό που κυβερνάει για το καλό του τόπου και των συνανθρώπων του. Είναι ελεύθερος αλλά όχι αναρχικός. Θεωρεί το σύγχρονο μοντέλο αναρχίας ανήθικο και ωμό. Δεν πείθεται από τα φθηνά ιδεολογικά προσχήματα που προβάλλει.
Σέβεται και τηρεί τον νόμο για καθαρά πρακτικούς και ηθικούς λόγους, μολονότι αντιλαμβάνεται τις αδυναμίες του. Τον θεωρεί απαραίτητο για την συμβίωση των κοινωνιών. Στην πράξη βλέπει κάθε μέρα να παραβιάζεται ασύστολα και να ερμηνεύεται κατά το δοκούν. Οργίζεται, όταν παρατηρεί τους νόμους να κομματίζονται και να αλλάζουν, για να ευθυγραμμισθούν με τη νέα εξουσία που κάθε φορά προκύπτει. Λυπάται ιδιαίτερα διαπιστώνοντας το κακό που προκαλείται όταν, νόμοι επιτυχείς στην πράξη, αντικαθίστανται από άλλους ψευδομοντέρνους, ατελέσφορους και ζημιογόνους.
Ενδιαφέρεται για την τέχνη χωρίς να θέλει να καρπωθεί την αίγλη που προσφέρει ένα ήδη καθιερωμένο έργο. Δεν θέλει να προσθέσει κύρος στον εαυτό του δηλώνοντας πράγματα που δεν αντιλαμβάνεται γύρω από αυτήν. Προσπαθεί να διαχωρίσει τους σκαπανείς από τους μίμους καλλιτέχνες και διανοούμενους. Ξέρει ότι οι πρώτοι άνοιξαν τους δρόμους. Οι άλλοι απλά τους ακολουθούν. Προσπαθεί να αντιληφθεί τους κώδικες που σε μυούν στα δύσκολα πετάγματα μιας παθιασμένης καλλιτεχνικής απόπειρας. Αν εισχωρήσει στον κώδικα των προχωρημένων, τότε θα μπορέσει να αποκτήσει κριτήρια, για να διακρίνει τις αξίες των έργων που αντικρίζει. Βλέπει πως ο καλλιτέχνης χαίρεται και ταυτόχρονα υποφέρει καθώς εισέρχεται στο λαγούμι που θα τον οδηγήσει στο φως της δημιουργίας. Ξέρει πως το έργο μετράει όσο γίνεται. Τότε εκλύει κύματα χαράς και συγκίνησης. Τότε δίνεται η μεγάλη μάχη. Το έργο πρέπει να υπηρετήσει την υψηλή σκέψη και την υψηλή ματιά και να συγκλονίσει την αίσθηση. Από εκεί εξαρτάται η διάρκειά του στο χρόνο και στην αιωνιότητα, με βάση τη δύναμη της έμπνευσης και το ανάλωμα της καρδιάς του δημιουργού του. Ύστερα θα απαχθεί από τους μελλοντικούς του χρήστες, για να καταλήξει έρμαιο των συλλεκτών και πάσης φύσεως εμπόρων. Θα λειτουργεί πια μόνο ως απόκτημα το καημένο! Ο λαïκομπαρμπαδιστής πιστεύει πως ένα καλλιτέχνημα μπορείς να το αντιληφθείς μόνο αν αποκτήσεις προσωπική σχέση μαζί του. Αφού το αφήσεις να ξεκουρασθεί στο χρόνο, όσο χρειάζεται, η συγκίνηση της επαναθέασής του πρέπει να είναι βαθιά, να φθάνει μέχρι την ταραχή και το κλάμα.
Μπορεί κατά περιόδους να κάνει αξιόλογα πράγματα που δεν τα διατυμπανίζει και χάνονται. Έτσι ο πολύς κόσμος δεν παίρνει τίποτε από την ευλογία τους. Κάποιες φορές παρουσιάζει στοιχεία ρομαντικά, χωρίς να ταυτίζεται μαζί τους. Αποφεύγει όμως τον εύκολο ρομαντισμό όπως π.χ. την επιφανειακή λατρεία της γραφικότητας που συνήθως οδηγεί σε ευτελή αντιμετώπιση του ωραίου. Κυνηγάει μέρη που δεν υπόσχονται πολλά, που είναι κρυμμένα πίσω από ένα επιφανειακό στρώμα ασχήμιας. Εκεί αισθάνεται πως θα συναντήσει πράγματα που αξίζουν, άφθαρτα από την πολυχρησία και την επέλαση των ισοπεδωτικών όσο και αδιάφορων τουριστικών κυμάτων.
Ο λαïκομπαρμπαδιστής αδιαφορεί για τις πάσης φύσεως μόδες που κατά καιρούς εμφανίζονται σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Το φρεσκάρισμα που υπόσχεται κάθε μόδα το αντιλαμβάνεται σαν ρυπαρό πασάλειμμα. Δεν υποκύπτει στις προσταγές της, δεν ακολουθεί τις τάσεις της. Περιμένει να περάσει η μόδα και από τα αζήτητά της διαλέγει ότι του ταιριάζει, για να ντυθεί μ’ αυτό μέσα και έξω. Διακρίνει στις μόδες στοιχεία φασιστικά που όμως δεν τα αντιλαμβάνονται πολλοί αριστεροί αντιφασίστες. Η μόδα καταφέρνει να επιβάλλεται αναγκαστικά χωρίς κανείς να αντιδρά απέναντί της. Κίνηση απόλυτα κυριαρχική! Πιστεύει πως, αν θέλουμε να κυνηγήσουμε τον φασισμό, δεν πρέπει να κυνηγήσουμε αυτόν που έχει πεθάνει αλλά αυτόν που είναι ακόμα ζωντανός δίπλα μας και μας πιέζει ασφυκτικά.
Διακρίνεται για την ευγένειά του. Η ευγένεια εμπεριέχει τρυφερότητα απέναντι στον συνάνθρωπο και δείχνει άτομο πολιτισμένο που αντιμετωπίζει τους άλλους ισότιμα και σοβαρά. Ως ευγενής αναπολεί τα αγαθά του πάλαι ποτέ αριστοκρατικού πολιτεύματος και ταυτόχρονα στηρίζει τη δημοκρατία παρά τα μεγάλα κενά που εμφανίζει κατά περιόδους. Φαίνεται σοβαρός, του αρέσει όμως και να αστειεύεται, γιατί ξέρει ότι το γέλιο και το χιούμορ στέλνουν φρέσκο αέρα στην καρδιά, που την ανανεώνει και γλυκαίνει τις σχέσεις των ανθρώπων. Και επειδή του αρέσει να αστειεύεται, γι’ αυτούς που θα επιχειρήσουν να ψέξουν το όνομά του, έχει ετοιμάσει και έναν άλλο τίτλο που καλύπτει και τους πιο ανασφαλείς ακολούθους του ρεύματος αυτού. Κρυπτοσοφισμός. Έναν τέτοιο όρο μπορεί να δεχθεί ακόμη και η Ακαδημία Αθηνών.
Και για τις υπόλοιπες περιοχές του βίου ο λαïκομπαρμπαδιστής έχει την άποψή του και τη στάση του, όμως δεν είναι της ώρας να αναπτυχθούν όλες μέσα στη ροή αυτού του κειμένου. Θέλω να πιστεύω πως μέσα απ’ αυτά τα λίγα λόγια, ένα μεγάλο μέρος από το καθρέφτισμα του κόσμου του, έχει ήδη ικανοποιητικά καταγραφεί.