Αλέξανδρος Κοσματόπουλος*
Εν αρχή
Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος.
Ποια ομιλία, ποια γλώσσα, ποιος λόγος μπορεί να σταθεί στα χρόνια μας που να έχει ως κέντρο και αναφορά την αρχή του κατά Ιωάννη ευαγγελίου.
Δος μοι λόγον Λόγε, μη σιγών παρέλθεις με, συ ει εν τω πάσχειν και εν τω μη πάσχειν, συ ει θνήσκων, σώζων, θα πει ο Ρωμανός ο Μελωδός.
Μιλιά, ομιλία, στα χείλη ούτε λέξη.
Πλησιάζουμε τον λόγο του ευαγγελίου ως τυφλοί τοις όμμασι και ανοικτοί τη καρδία. Γιατί ο Λόγος του Θεού ακούγεται μόνο μέσα στη σιωπή. Μέσα στη σιωπή της ενατένισης, της προσήλωσης, της ησυχίας. Ακούγεται όταν οι αισθήσεις συστέλλονται και στρέφονται προς εαυτόν. Έτσι μπορεί κανείς να αντιπαλέψει την αμαρτία του κόσμου τούτου, την ανικανότητα του ανθρώπου να απελευθερωθεί απ’ την βιαιότητα του ίδιου του εαυτού του.
Το, εν αρχή ην ο Λόγος, παραπέμπει στην πρώτη φράση της Βίβλου: Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην. (Γεν. 1,1). Αν η ρήση της Παλαιάς Διαθήκης σημαίνει ότι σ’ αυτή την αρχή αντιστοιχεί και ένα τέλος, το, Εν αρχή ην ο Λόγος, δεν υπόκειται σε χρονικές διαδικασίες, εισάγοντας μιαν αρχή επέκεινα οποιουδήποτε «τέλους», αλλά και πέραν οποιασδήποτε «αρχής». Yποδηλώνει την αναδημιουργία του κόσμου δια του Λόγου, του αποδιωγμένου και παρανοημένου, θέτοντας ένα νέο θεμέλιο στην πνευματική ζωή της ανθρωπότητας. Το, Εν αρχή ην ο Λόγος, συμπληρωμένο από το, ο Θεός αγάπη εστίν (Ιωάν. Α΄ 4, 8), δείχνει ποιο είναι το πραγματικό πνευματικό θεμέλιο του κόσμου. Η βία του κόσμου, δίχως το έσοπτρο του πνεύματος, είναι αδύνατο να φανερώσει το σκοτεινό της πρόσωπο και την καταγωγή της. Για να ανατραπούν τα είδωλα χρειάζεται κρυστάλλινη καθαρότητα που τίποτα να μη την σκιάζει, για να πεις αινιγματικά, «εν μέρει γνωρίζομεν και εν μέρει προφητεύομεν». Είναι αδύνατον να καταλάβουμε σε ποια βάθη συντελείται η μεταμόρφωση του ανθρώπου. Στα πέρατα του εαυτού μας δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχουν στηρίγματα, δεν υπάρχουν βοήθειες και συνταγές σωτηρίας. «Περνάς από τη σκότωση για να αλλάξεις πολιτεία», λέγει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Ποια η κατάσταση και ποια η στάση μέσα στη σιωπή; Πού βρίσκονται οι ιδέες και τα λόγια; Ποιο είναι το τίμημα των λέξεων; Πού βρίσκεται η επίκληση και πού το αίτημα; Πού βρίσκεται η προσευχή; Για ποια ελευθερία μιλάμε, για ποια ανάσταση; Αναζητώ το νόημα, τον ανείπωτο λόγο, τον λόγο τον αείδιο και ανείκαστο, και ο λόγος βρίσκεται στη σιωπή. Ο Λόγος είναι η ίδια η σιωπή.
Δεν έχουμε να επιδείξουμε κάποιο πρόσωπο στον κόσμο. Ποια είναι η υπόσταση του λεγομένου «προσώπου», όταν η ζωή και ο κοινωνικός βίος έχουν πλέον ταυτιστεί απολύτως; Πού θα υπάρξει και πού θα ανατείλει αυτό το «πρόσωπο»; Μιλώντας για πρόσωπο πνευματικό, το μόνο που μπορεί να εννοούμε είναι ένα πρόσωπο εν εκλείψει.
Η φωτεινή αγάπη για τον άνθρωπο είναι κάτι σαν αρραβώνας του πνεύματος. Στην άφατη σιωπή ενός εγκλεισμού που δεν είναι εγκλεισμός αλλά απεραντοσύνη, όταν η καρδιά ανοίγεται προς το άγνωστο, όταν αφήνεσαι στο άγνωστο, σ’ εκείνο που σου είναι ξένο και δεν σου ανήκει, σ’ αυτόν τον ερωτικό συνεπαρμό που δεν έχει όρια, με εμπιστοσύνη απέραντη χωρίς να ζητάς για τον εαυτό σου παρά μόνο την αόρατη Παρουσία που σε συνεπαίρνει, μια φλόγα διαπερνά τα έγκατα του σκότους. Ένα φως που σε ακολουθεί, και θα σε ακολουθήσει και μετά θάνατον φωτίζοντας τον δρόμο σου.
Μιλάμε για τον εσωτερικό άνθρωπο που υπερβαίνει την πάλη των λογισμών, που οι λογισμοί δεν είναι πια σε θέση να τον παρασύρουν σε συμπεριφορές αλλότριες και ξένες προς την φύση της ψυχής. Μέσα στον ζόφο της καθημερινής ζωής όπου ο άνθρωπος πνίγεται και γογγύζει, ανοίγεται ένας δρόμος που δεν είναι απρόσιτος. Στρεφόμενος ο νους προς το παρελθόν και προς το μέλλον, παραλύει από τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, αλλά και εκείνες που εκπληρώθηκαν αφήνουν ένα πελώριο κενό. Δεν μπορεί η καρδιά να ξεχάσει και να ξεχαστεί. Δεν μπορεί να σταθεί στο τεριρέμ του τώρα. Μια κίνηση λήθης, μια κίνηση ελευθερίας που δεν διδάσκεται στον κόσμο. Χωρίς να βαρυθυμούμε, ανεπαισθήτως, μυστικώς, ανθίζει η ελπίδα μέσα στην ερημιά.
Μένουμε στη γύμνια μας, κι εντούτοις αισθανόμαστε πλούσιοι. Μένουμε μόνοι, κι εντούτοις συμμετέχουμε στη ζωή αναρίθμητων ανθρώπων. Σιωπούμε, και μέσα μας εγείρονται πολλές φωνές. Η εσωτερική ενότητα παίρνει την μορφή χωνέματος που δεν γνωρίζει όρια. Δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, ούτε ο εαυτός-μας μας ανήκει, κι ωστόσο είμαστε ο εαυτός μας.
Ω επιστροφή του ανθρώπου που δεν είναι ξένος, αφύπνιση ακέραια που λαμπρύνεται από το φως της ημέρας, μετά την ταφή του εαυτού, βεβαιώνοντας πως ό,τι είδαν τα μάτια μας δεν ήταν γέννημα της φαντασίας, αλλά μας είχε δωρηθεί˙ χρόνος άπειρος, απερίτμητος, αδιάσπαστος, χρόνος ολόκληρος που δεν χάνεται.
Ω επιστροφή, μουσική του μέσα κόσμου, γνώση των καιρών και των ενιαυτών, που αυξάνεται και σε αυξάνει πέρα απ’ ό,τι λογάριασες ως εαυτό. Μόνο ό,τι είναι κρυμμένο εντός μας είναι αθάνατο, εξαιρείται της τύχης και μας αγκαλιάζει, δεν μας αποδιώχνει και μας περιχωρεί.
Ω επιστροφή, όταν η καρδιά μας σμικρυνθεί και γίνει σαν του νηπίου, και όλα έχουν το μεγαλείο της πληρότητας, και όλα έχουν νόημα και περιεχόμενο, και δεν χρειάζεται πλέον να ικετεύεις, να παρακαλάς, να στέκεσαι ευλαβικά, αλλά η ίδια η πλήρωση είναι η ευλάβεια, η ίδια η πλήρωση είναι η ικεσία, καθώς εξακοντίζεσαι πέρα, πέρα και πέρα, εκείθε πέρα, όπου το αύριο και το χθες, το σήμερα και το τώρα. Όπου σε αγκαλιάζει η νύχτα και σε καλημερίζει το ξημέρωμα.
Ω επιστροφή στο ασύλληπτο, ψηλαφώντας του θανάτου την μόνη πραγματικότητα, μέσα στη θνητή ύπαρξη, ανάμεσα στον θνητό ύπνο και την θνητή μας έγερση, ω επιστροφή στην γενέθλια γη όπου ακέραιο αγκαλιάζουμε τον άνθρωπο και δεν είμαστε πια μόνο ο θνητός εαυτός μας, και ο εαυτός έχει καταποθεί στον θρίαμβο του αϊδίου φωτός, και ο κάθε ένας είναι ο άλλος, ο έτερος, και τίποτα πια δεν καθορίζει η τύχη. Ω γαλήνια ανάπαυση καθώς η καρδιά δεξιώνεται το θαύμα. Έκπληκτοι και σαστισμένοι μέσα στο θάμβος, παραδομένοι και έκπληκτοι.