Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
Εγκώμιο της ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου
«Δεν είσαι βέβαιος αν η ποίηση μπορεί να προσφέρει παρηγοριά, μπορεί όμως ακόμη και σήμερα να προσφέρει αγρυπνία», έγραφα στο βιβλίο μου Ο πιο σύντομος δρόμος. Η φράση αυτή βρίσκει το ακριβές αντίκρισμά της στο βιβλίο της Ανθούλας Σταθοπούλου Νύχτες αγρύπνιας, της μοναδικής ποιητικής της συλλογής πριν φύγει από την ζωή χτυπημένη από φυματίωση στα είκοσι εφτά της χρόνια. Αν και η συλλογή εκδόθηκε το 1932, ο λόγος της στοχεύει στα βάθη της καρδιάς μας, όχι για να παρηγορήσει, αλλά για να αφυπνίσει, να ταράξει, να μας τρομάξει βλέποντας μιαν άβυσσο να ανοίγεται μπροστά στα μάτια μας:
Φυλάξου, ω νυχτοφύλακα
απ’ τον φθονερό, τον κακόβουλο εχθρό σου
που είναι πικρός σαν την αυγή.
Εμείς εδώ για έρωτα μιλούμε
και μας τρομάζει ως τα μύχια της ψυχής μας
η αυγή, ω ναι η αυγή.*
Η Ανθούλα μιλά για τη νύχτα, για τον έρωτα, για τη θάλασσα του πόνου. Μέσα στη νύχτα καλεί τη νεκρή μητέρα της για μια ένωση που μόνο η νύχτα μπορεί να δώσει:
Έλα απαλά μανούλα μου, προτού γλυκοχαράξει,
στην κάμαρά μου θα με βρεις να σε προσμένω.
Μεθυστικά θε ν’ απλωθεί τ’ άρωμα της ψυχής σου.
Έλα, κι η μέρα είναι σκληρή, η νύχτα μάς ενώνει.
Τούτη η νύχτα δεν είναι η νύχτα που σημαδεύουν οι ώρες, αλλά η νύχτα της ανείπωτης μνήμης που ανακαλεί τους νεκρούς. Η μέρα είναι σκληρή, όπως σκληρές είναι και οι λέξεις που αποσπά απ’ την αιμάσσουσα καρδιά της, όταν δεν έχει από τίποτα και από πουθενά να κρατηθεί, χωρίς να έχει τίποτα δικό της, και την κυκλώνει ο θάνατος. Τότε οι μόνες που απομένουν μέσα στη θάλασσα του πόνου της είναι αυτές οι λέξεις.
Μοιάζει η καρδιά μου – αλίμονο! – με μια έρημη
από βαρβάρους χώρα ρημαγμένη.
Τι κι αν οι ομορφιές της νεκρωθήκανε.
Κάτι απ’ την αρχοντιά της απομένει.
Και ήταν πράγματι η καρδιά της μια χώρα ολάκερη, μια έρημη χώρα και μια ρημαγμένη γη.
Έτσι πλησίασα τα ποιήματα της Ανθούλας, την εκρηκτική και πολυσχιδή της ιδιοσυγκρασία, όταν η λαχτάρα της για τη ζωή, ο αβάσταχτος πόθος της ερωτικής παρουσίας μέσα στη μοναχική της κάμαρη, έδινε στον λόγο της τη δύναμη να ανασκαλεύει τις πιο κρυφές πτυχές της καρδιάς της, που χτυπούσε με ρυθμό πανανθρώπινο, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού, παρά μόνο ένα θανατερό αίσθημα, για να υπογραμμίζει όχι τον θρίαμβο του θανάτου, αλλά τον θρίαμβο της ζωής που νικά τον θάνατο:
Όμως απόψε στόλισα την κάμαρή μου πάλι
κ’ έβαλα μύρα στα μαλλιά, τριαντάφυλλα στα στήθια
γέμισα με χρυσάνθεμα και ντάλιες τ’ ανθογυάλι,
κ’ έγινα η πεντάμορφη που λεν τα παραμύθια.
Δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η ποιητική της εξέλιξη αν το νήμα της ζωής της δεν κοβόταν τόσο πρόωρα. Όμως η δραματικότητα και οι εξάρσεις ενός ολοκληρωτικού σπαραγμού που αναδύεται στους στίχους της και κάνουν την ύπαρξή μας να σείεται, την αναδεικνύουν ως την πιο σημαντική ποιήτρια του καιρού της. Κι αν κάποιοι μικρόψυχοι προσπάθησαν να εκμηδενίσουν και να ρίξουν στην αφάνεια το μικρό αλλά τόσο ρηξικέλευθο έργο της, δεν μπορούν να το εμποδίσουν να ανθίσει και πάλι.
Βλέποντάς την να ζωντανεύει μέσα μου, στέκω ακίνητος, γονατίζω, και την προσκυνώ.
*Στίχοι του τροβαδούρου Ραμπώ του Βακερά, ο οποίος έζησε τον 13ο αιώνα στη Νότια Γαλλία. Μτφ. Μπάμπη Λυκούδη.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ:
Οφείλουμε χάριτας στον ποιητή, δοκιμιογράφο και θεατρικό συγγραφέα Διονύση Στεργιούλα και στις εκδόσεις «Οδός Πανός», που πρώτος αυτός με την ανιδιοτέλεια και την ακεραιότητα που τον χαρακτηρίζουν, καθώς και την αγάπη του για την ποίηση της Ανθούλας Σταθοπούλου (1908-1935), έφερε ξανά στην επιφάνεια, μετά από 85 περίπου χρόνια, την μοναδική ποιητική της συλλογή Νύχτες αγρύπνιας, εκδίδοντάς την όπως ακριβώς είχε κυκλοφορήσει το 1932. Ο Στεργιούλας μάλιστα έγραψε και ένα θεατρικό μονόλογο με τίτλο Στο ίδιο δωμάτιο, όπου πρωταγωνιστεί η Ανθούλα.
Γράφει στην Εισαγωγή για την ποιητική της συλλογή ο Διονύσης Στεργιούλας: «Τα δραματικά γεγονότα του βίου της και η φυσική της ευφυΐα προσέδωσαν στο κορίτσι που καταγόταν από τη Θεσσαλία μια ωριμότητα δυσανάλογα μεγάλη για την ηλικία της. Ίσως αυτή ακριβώς η ωριμότητα, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη ευαισθησία της, θα έδινε αργότερα στο έργο της και στη συμπεριφορά της έναν ανατρεπτικό-επαναστατικό χαρακτήρα… Πάντα έχει κάτι να πει, που δεν ξεκινά ποτέ από την επιφάνεια, αλλά από την εξοικείωσή της με τη φθορά και τον θάνατο, από τα βιώματα της νεότητας και από έναν όμορφο – και θα πρόσθετα πλούσιο – εσωτερικό κόσμο».
Α.Κ.